ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ
Στον Αέρα οι Τράπεζες στις Δανειοδοτούμενες Αγοραπωλησίες Αυτοκινήτων!!!
του Λεωνίδα Στάμου
Δικηγόρου πΑΠ * Αντιπροέδρου Υπέρβασης
Η κατασκευή αυτή είναι απόκτημα των τελευταίων δεκαετιών. Τα προβλήματα, που υπήρξαν κι έγιναν αντιληπτά, συνετέλεσαν, ώστε στη συνέχεια όλα τα παραπάνω, να συνδυαστούν και με την κατασκευή περί σύστασης ενεχύρου υπέρ του πιστοδοτικού ιδρύματος και επί του πωλούμενου κινητού πράγματος, που περιέπλεξε έτι περαιτέρω τα πράγματα, αφού δεν μπορεί να συνδυαστεί κατά εύλογο τρόπο, με όλα τα παραπάνω παραχωρούμενα δικαιώματα, προς τα πιστοδοτικά ιδρύματα.
Τα πιστοδοτικά ιδρύματα δεν ήθελαν παράλληλα, να αποκτήσουν τα ίδια την κυριότητα, ούτε βέβαια και τη νομή, που πρέπει να ασκούν «διάνοια κυρίου» των κινητών, αφενός γιατί δεν ενδιέφερε, αφετέρου διότι, εκτός των άλλων, την υποχρέωση για τη φύλαξη και ασφάλιση του κινητού, με όσα έξοδα συνεπάγεται, μετέθεταν συνήθως, ως υποχρέωση, στους αγοραστές.
Έτσι με βάση τις διατάξεις των αρθρ. 35.. 36. 37. 39. 44 και 47 του ΝΔ 17.7/13.8/1923. που διατηρήθηκε σε ισχύ με το αρθρ. 4 I παρ. I ΕισΝΑΚ, αλλά και τις διατάξεις των αρθρ. 1209 επ ΑΚ. που εφαρμόζονται αναλόγως, συστήνεται και ενέχυρο επί του πωλούμενου κινητού και υπέρ του Τραπεζικού ιδρύματος.
Η κατασκευή αυτή, όμως, που από μόνη της και υπό την θεώρηση, ότι το πωλούμενο πράγμα μεταβιβαζόταν κατά νομή και κυριότητα στον αγοραστή, θα ήταν έννομη και θα προσέφερε μια κάποια λύση, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, την εκχώρηση δικαιωμάτων νομής και υπαναχώρησης του πωλητή, προς το πιστωτικό ίδρυμα επιφέρει επίσης προβλήματα.
Το εμπράγματο δικαίωμα του ενεχύρου, που λόγω των συνεπειών, που επιφέρει, ομοιάζει εν πολλοίς, με το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, προϋποθέτει για τη σύσταση του, ότι συστήνεται για εξασφάλιση της απαίτησης τρίτου, αλλά πάνω σε «ξένο» πράγμα, όχι του τρίτου, ενώ εκ μέρους εκείνου, που το παραχωρεί, προϋποθέτει, ότι συστήνεται σε πράγμα της κυριότητα του και όχι σε αλλότριο. Στην περίπτωση τριμερών συμβάσεων, όμως με όλες τις κατασκευές, που χώρισαν υπάρχει τέτοιου είδους διάσπαση και ανατροπή των νομικών διατάξεων, που δεν γνωρίζουμε ποιος πραγματικά είναι ο κύριος, ποιος ο νομέας και τι συνέβη με την πώληση, αν περατώθηκε, πως περατώθηκε, αν είναι έγκυρη ή μη έγκυρη.
Όλα αυτά προκύπτουν κυρίως εκ της θέλησης των πιστοδοτικών ιδρυμάτων, όχι μόνο να εξασφαλίσουν τις απαιτήσεις τους, αλλά να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και εκ της λανθασμένης θεώρησης της αρχής της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων κατ αρθρ. 361 ΑΚ, που όμως, δεν μπορεί να φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να ανατρέπει τα κοινώς ισχύοντα και αποδεκτά, με βάση το νόμο, εισάγοντας εντελώς ανατρεπτική θεώρηση των πραγμάτων.
Το τίμημα της τραπεζικής απληστίας
Οι τράπεζες επιλέγουν να μην αποκτούν την κυριότητα, ούτε βέβαια και τη νομή, των αυτοκινήτων των οποίων δανειοδοτούν την αγορά, προκειμένου, έτσι, να αποφεύγουν το κόστος φύλαξης, ασφάλισης και τελών κυκλοφορίας τους, τα οποία μεταθέτουν στους αγοραστές.
Έχει ειπωθεί, ότι η εκποιητική μεταβιβαστική της κυριότητας κινητού δικαιοπραξία αποχωρίζεται από την αιτία, που την προκάλεσε, με αποτέλεσμα να εμφαίνεται ως έγκυρη, ακόμη κι αν η ενοχική δικαιοπραξία είναι άκυρη. Ωστόσο, εκ της διάταξης του αρθρ. 1036 ΑΚ. που ορίζει, ότι για την κτήση κυριότητας κινητού από μη κύριο, εκ μέρους τρίτου, απαιτείται ο τρίτος να είναι καλόπιστος, δηλώνει ότι η εκποιητική δικαιοπραξία δεν αποχωρίζεται εντελώς από την αιτία, που οδήγησε σε αυτή και αποτελεί την ενοχική δικαιοπραξία. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει, να προστεθεί και το ότι αρκετά συχνά συμβαίνει στην πράξη, ο αγοραστής vα καταβάλλει στον πωλητή, από ίδια χρήματα, προκαταβολή, που κάποτε είναι αρκετά υψηλή, φθάνοντας ή και ξεπερνώντας το ήμισυ του τιμήματος του κινητού.
Η καταβολή αυτή εκ μέρους του αγοραστή την οποία λαμβάνει ο πωλητής (που κάποτε είναι θυγατρική εταιρεία, του πιστωτικού ιδρύματος), πριν να λάβουν χώρα όλες οι λοιπές συμβάσεις, δηλαδή η τελείωση της σύμβασης πώλησης, της παρακράτησης της κυριότητας, της σύμβασης χρηματοδότησης, δεν συνδέεται με όλα αυτά. Εφόσον, όμως, δεν συνδέεται, την έλαβε ο πωλητής, δεν αποτελεί προϊόν δανείου, δεν μπορεί, να χαθεί, ούτε να ληφθεί ως αποζημίωση χρήσης από το Πιστοδοτικό Ίδρυμα.
Στην πράξη όμως η σαφής και ορισμένη αυτή αξία απόλλυται, για τον αγοραστή, μη νόμιμα.
Θα πρέπει επίσης να προστεθεί και να αναφερθεί όλη η επιβάρυνση των δικαστηρίων, με ασφαλιστικά μέτρα νομής, αγωγές νομής, έξοδα προς αφαίρεση κινητών και αναγκαστική εκτέλεση και νέες αγωγές στη συνέχεια για το υπόλοιπο της καταβολής του δανείου, μετά την εκ νέου πώληση του αυτ/του σε άλλον από το πιστοδοτικό ίδρυμα, η οποία κατά την κρίση τους. ποτέ δεν επαρκεί για την εξόφληση των υπολειπόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων του δανείου και νέους πλειστηριασμούς.
Όλα αυτά θα αποφευγόταν με την ορθόδοξη τελείωση της πώλησης των κινητών, την μεταβίβαση τους κατά νομή και κυριότητα στον αγοραστή και τον πλειστηριασμό του κινητού επί του οποίου συνάφθηκε ενέχυρο, σε περίπτωση μη καταβολής των δόσεων του δανείου εκ μέρους του αγοραστή. Κατ’ ακολουθία όλων όσων αναφέρθηκαν, η εκχώρηση της νομής του πωληθέντος αυτοκινήτου, από τον πωλητή, που έλαβε το τίμημα (εν μέρει από τον αγοραστή και εν μέρει από το πιστοδοτικό ίδρυμα), προς το πιστοδοτικό ίδρυμα, προς εξασφάλιση της απαίτησης του τελευταίου, αν και αποτελεί αίρεση της πώλησης, προς μεταβίβαση και της κυριότητας του πωλούμενου πράγματος στον αγοραστή, όχι μόνο είναι μη νόμιμη, αλλά καθιστά άκυρη και την πώληση (αρθρ. 532 ΑΚ) και δεν μπορεί να χωρίσει.
Στην περίπτωση που ο αγοραστής δεν καταβάλλει τις δόσεις του δανείου, που εν μέρει αφορούν και δόσεις του τιμήματος, καθιστάμενος υπερήμερος, το πιστοδοτικό ίδρυμα μπορεί να τις απαιτήσει, με όσα δικαιώματα του απονέμει ο νόμος, μπορεί ακόμη εφόσον υπάρχει νόμιμα συσταθέν ενέχυρο επί του κινητού, να πωλήσει αυτό, ώστε να ικανοποιήσει την απαίτηση του από το πλειστηριασμό, αλλά δεν μπορεί να προσφύγει στις διατάξεις περί νομής.
Η μη καταβολή των δόσεων του δανείου εκ μέρους του αγοραστή, δεν συνιστά προσβολή της νομής της τράπεζας, επί του πωληθέντος αυτοκινήτου.
Αυτό, εκτός των άλλων, θα ανέτρεπε ότι γνωρίζουμε περί νομής και προσβολής της, όπου κατά το νόμο απαιτούντα «υλικές επενέργειες» προσβολής επί του πράγματος και όχι «ιδεατές παραλείψεις» (μη καταβολής χρημάτων), που δεν αφορούν το πράγμα, ενώ δεν εμφανίζουν, ούτε αιτιολογούν την «διάνοια κυρίου» νομή του αγοραστή, επί του πωληθέντος και κατεχομένου πράγματος.