Τη μέθοδο ΜΒΜ, δηλαδή meeting-to-meeting, εγκαινιάζει η ΕΚΤ από τη συνεδρίαση της ερχόμενης Πέμπτης, 8 Σεπτεμβρίου, για τις αποφάσεις της σχετικά με τα επιτόκια και τον έλεγχο του πληθωρισμού. Στόχος να δημιουργήσει μεγαλύτερα περιθώρια για πιο επιθετικές κινήσεις, να περιορίσει τις πληθωριστικές προσδοκίες, χωρίς να δίνει χρόνο στις αγορές να προεξοφλούν την επόμενη αύξηση επιτοκίων και να επανατιμολογούν τιμές και αποδόσεις.
Η αλλαγή αυτή, από τη μία πλευρά, δίνει πιο ξεκάθαρο σήμα στις αγορές ότι είναι αποφασισμένη να περιορίσει τον πληθωρισμό. Από την άλλη, δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα ως προς το ύψος της αύξησης των επιτοκίων, κάτι που μπορεί να επηρεάσει ανοδικά τις αποδόσεις των ομολόγων και το κόστος χρήματος στη διατραπεζική. Ωστόσο, πηγές από τη Φρανκφούρτη σημειώνουν ότι πρόκειται για δύο αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες αναμένεται να ισορροπήσουν, ενώ το νέο εργαλείο παρέμβασης της ΕΚΤ (TPI) στις αγορές ομολόγων για τον περιορισμό των spread αποτελεί μια επιπλέον γραμμή άμυνας.
Την αλλαγή στη στρατηγική της ΕΚΤ, η οποία στο εξής θα κρατά κλειστά τα χαρτιά της μέχρι την ημέρα της συνεδρίασης, όταν θα ανακοινώνει την απόφαση για τα επιτόκια, προανήγγειλε ουσιαστικά ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Φίλιπ Λέιν, σε ομιλία του σε συνέδριο στη Βαρκελώνη στις 29 Αυγούστου. Εκεί, ο κ. Λέιν ανέφερε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός επιμένει, και μάλιστα η πιθανότητα να κινηθεί ανοδικά είναι μεγαλύτερη από ό,τι πτωτικά στο επόμενο διάστημα. Κι αυτό παρά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ για επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων, με πρώτη τον περασμένο Ιούλιο (κατά 50 μονάδες βάσεις) και δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Από την ομιλία του προέκυψε ο προβληματισμός ότι, με την προαναγγελία για το ύψος της αύξησης των επιτοκίων, οι αγορές και η πραγματική οικονομία επαναπροσδιορίζουν τιμές και αποδόσεις. Έτσι, η ΕΚΤ μέχρι την επόμενη συνεδρίαση βρίσκεται πίσω από την καμπύλη των αποδόσεων και από ό,τι έχει προεξοφλήσει η αγορά ή έχουν ενσωματώσει οι επιχειρήσεις στις τιμές. Αυτό, με τη σειρά του, ενισχύει τις πληθωριστικές προσδοκίες στους καταναλωτές και πιέζει για υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις κατά τις διαπραγματεύσεις.
Γιάννης Στουρνάρας
Για “τέλεια πληθωριστική καταιγίδα” έκανε λόγο και ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης, κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε παρέμβασή του από την Αυστρία την Τετάρτη, κατά τη διάρκεια του φόρουμ των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει σε ένα ανώτατο επίπεδο πριν από το τέλος του έτους, να μειωθεί σταδιακά το 2023 και να συγκλίνει προς τον στόχο το 2024. Παρόμοια πορεία αναμένεται να ακολουθήσει και ο πυρήνας του πληθωρισμού, στηρίζοντας την εκτίμηση αυτή κυρίως στον προσδοκώμενο μετριασμό του ρυθμού αύξησης των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και στη σταδιακή άμβλυνση των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Η νέα προσέγγιση
Η νέα προσέγγιση θα στηρίζεται στα δεδομένα που θα λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση. Η απόφαση για αύξηση ή όχι των επιτοκίων αλλά και για το ύψος της όποιας αύξησης θα εξαρτάται από τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι εκείνη τη στιγμή, χωρίς να γίνεται αναφορά σε προβλέψεις ή προθέσεις για τις επόμενες κινήσεις. Η μέθοδος αυτή θα δίνει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να αποφασίζει μεγαλύτερες ή μικρότερες αυξήσεις από αυτές που προεξοφλεί η αγορά. Ταυτόχρονα, δίνει μεγαλύτερο περιθώριο για υψηλότερες αυξήσεις επιτοκίων όταν βλέπει ισχυρές προσδοκίες προκειμένου να πείσει τις αγορές ότι ο στόχος για πληθωρισμό 2% είναι δεδομένος και ότι είναι πρόθυμη να αιφνιδιάσει προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της.
Σε όλα αυτά θα λαμβάνονται υπόψη οι κίνδυνοι για ύφεση και προβλήματα στη χρηματοδότηση κρατών και επιχειρήσεων, αλλά και οι γεωπολιτικές εξελίξεις με άμεσο αντίκτυπο στις τιμές ενέργειας. Αλλά και εδώ υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις, καθώς ο υψηλός και παρατεταμένος πληθωρισμός έτσι κι αλλιώς κοστίζει στην ανάπτυξη, ανεβάζει το κόστος χρηματοδότησης και τους κινδύνους, μέσω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, των αγορών ακινήτων κ.λπ.
Η εμπειρία του Ιουλίου
Η τακτική της προαναγγελίας των αποφάσεών της, η οποία πρακτικά ξεκίνησε από τον Δεκέμβριο, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Στόχος της ήταν να πείσει τις αγορές ότι θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού, ενώ ταυτόχρονα αποσκοπούσε να μετριάσει την αβεβαιότητα ως προς τις επόμενες κινήσεις. Έτσι, η επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, αρχικά παραδέχθηκε ότι ο πληθωρισμός επιμένει και στη συνέχεια ανακοίνωσε αλλαγή πολιτικής με περιορισμό της αγοράς ομολόγων και των επιτοκίων. Τον Ιούνιο έγινε πιο συγκεκριμένη, ανακοινώνοντας αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο (τελικά ήταν υψηλότερη, δηλαδή 50 μονάδες βάσης) και άλλη μία τον Σεπτέμβριο και μέχρι να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Όμως οι τιμές ενέργειας και η μετακύλιση του κόστους σε προϊόντα και υπηρεσίες ανάγκασαν την ΕΚΤ τον Ιούλιο να προχωρήσει σε μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων από ό,τι είχε προαναγγείλει αρχικά (50 μονάδες αντί για 25 μονάδες). Κάτι παρόμοιο θέλει να αποφύγει, από ό,τι φαίνεται, στη συνεδρίαση της ερχόμενης Πέμπτης, αλλά και στις επόμενες συνεδριάσεις. Δηλαδή να δείχνει ότι πέφτει έξω στις εκτιμήσεις και ότι βρίσκεται πίσω από ό,τι προεξοφλεί η αγορά. Επίσης, όπως ανέφερε ο κ. Λέιν στην ομιλία του, τα στοιχεία από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα δεν είναι καθησυχαστικά για τον πληθωρισμό, ενώ τα σημερινά επιτόκια της ΕΚΤ απέχουν αρκετά από το επίπεδο για να επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού στο 2%.
Προβλέψεις
Έτσι, δεν αποκλείεται, σύμφωνα με αναλυτές, να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων μεγαλύτερη των 25 μονάδων βάσης, όπως είχε αφήσει αρχικά να εννοηθεί. Αγορές και αναλυτές θεωρούν πιθανή την αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν εξίσου πιθανό το σενάριο για μεγαλύτερο βηματισμό (π.χ. 75 ή 100 μονάδες βάσης).
Η αγορά
Πάντως, το euribor 3 μηνών, που ακολουθεί τους τελευταίους μήνες το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, δείχνει να προεξοφλεί μεγαλύτερη αύξηση από 50 μονάδες βάσης, καθώς κινείται στα επίπεδα του 0,6%. Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές Ιουλίου, όταν είχε ήδη προαναγγελθεί η άνοδος των επιτοκίων της ΕΚΤ, το euribor 3 μηνών ήταν στο -0,176% (έναντι -0,335% τον Ιούνιο, όταν είχε κάνει λόγο η κυρία Λαγκάρντ για αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο). Επίσης, ιδιαίτερη ένδειξη των τάσεων αποτελεί η άνοδος του euribor 1 μήνα σε θετικό έδαφος, καθώς κινείται πλέον στο 0,196%. Οριακά αρνητικό παραμένει μόνο το euribor 1 εβδομάδας, το οποίο φαίνεται να αποτελεί θέμα ημερών να γίνει θετικό.
Οι επιπτώσεις στα δάνεια και στις καταθέσεις
Η άνοδος του euribor και των αποδόσεων των ομολόγων έχει ήδη αποτυπωθεί στα επιτόκια των δανείων στην Ελλάδα, με εξαίρεση κάποιες κατηγορίες καταναλωτικών δανείων και μακροχρόνιων επιχειρηματικών. Αντίθετα, στις καταθέσεις παρατηρήθηκε μείωση επιτοκίων, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, γεγονός που βοήθησε στην αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου των ελληνικών τραπεζών στο πρώτο εξάμηνο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ, στην Ελλάδα, τα επιτόκια καταθέσεων μέχρι τον Ιούνιο κινούνταν από την αρχή του χρόνου πτωτικά ή τουλάχιστον λιγότερο ανοδικά σε κάποιες κατηγορίες, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Στα δάνεια, τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών στις μακροπρόθεσμες χορηγήσεις κινήθηκαν πτωτικά, ενώ στην υπόλοιπη Ευρωζώνη ανοδικά. Η μόνη άλλη χώρα με αντίστοιχη συμπεριφορά με την Ελλάδα ήταν η Κύπρος.
Η αντίθετη αυτή κίνηση οφείλεται κυρίως σε λόγους ανταγωνισμού από τη μεγάλη ζήτηση για καταναλωτικά και κυρίως επιχειρηματικά δάνεια, σε μια μικρή αγορά με μικρό αριθμό επιλέξιμων επιχειρήσεων. Σε αυτό συνέβαλαν δρομολογημένα επιχειρηματικά ντιλ 20 δισ. (από το 2021 μέχρι το τέλος του έτους), οι αυξημένες ανάγκες αναχρηματοδότησης και κεφαλαίων κίνησης από τον πληθωρισμό, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν ταυτόχρονα και το περιθώριο να προχωρήσουν σε αυτή την κίνηση, καθώς ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι αρκετά μικρότερος από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη και κυμαίνεται κοντά στο 50%. Δηλαδή το ύψος των εξυπηρετούμενων δανείων είναι μισό από το σύνολο των καταθέσεων (105 δισ. ευρώ, έναντι 211 δισ., αντίστοιχα). Συνεπώς, έχουν περιθώρια να χρηματοδοτούν νέα δάνεια με φθηνή ρευστότητα (μηδενικά επιτόκια καταθέσεων).
Καθώς οι καταθέσεις είναι αρκετά περισσότερες από τα δάνεια, η μικρή μείωση κατά 0,1 έως 0,2 της μονάδας στο πρώτο εξάμηνο συνέβαλε στην αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου, παρά τον ανταγωνισμό στην τιμολογιακή πολιτική στις χορηγήσεις (περιορίζεται κυρίως στην επιχειρηματική πίστη, καθώς στην καταναλωτική και στεγαστική υπήρξαν μικρές αυξήσεις ειδικά στο β’ τρίμηνο).
Ήδη οι τέσσερις συστημικές, μόνο με μείωση κατά 0,01 της μονάδας στα επιτόκια καταθέσεων, την άνοδο κατά περίπου 30 μονάδες βάσης στα επιχειρηματικά και κατά 12 μονάδες βάσης στα στεγαστικά, κατάφεραν να αυξήσουν τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα κατά 81 εκατ. ευρώ σε ένα τρίμηνο (Απρίλιος-Ιούνιος, σε σχέση με το α’ τρίμηνο), να μειώσουν τα έξοδα για πληρωμές τόκων κατά 1 εκατ. και να αυξήσουν τα έσοδα από εισπράξεις τόκων κατά 94 εκατ. ευρώ. Πράγματι, όπως αναφέρει και η Goldman Sachs, το επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά περίπου 10 μονάδες βάσης και κινήθηκε μεταξύ 1,60% (Alpha Bank) και 1,94% (Εθνική Τράπεζα).
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα οφέλη από τα αρνητικά επιτόκια με τα οποία δανείστηκαν ρευστότητα ύψους 50 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, μέσω των μέτρων στήριξης για την πανδημία (TLTRO III), η οποία θα πρέπει να αποπληρωθεί σταδιακά μέχρι τέλος του 2024. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει επιπλέον υπερβάλλουσα ρευστότητα από τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα που μέχρι σήμερα τοκίζονται με αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ. Από τον Ιούλιο, τοκίζονται με θετικό επιτόκιο 0,5%.
Έτσι, προκύπτει η μεγάλη αύξηση των επιτοκιακών εσόδων που εμφανίστηκε στα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου (πριν από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούλιο), δηλαδή μόνο από την αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου και την πιστωτική επέκταση. Τα επιπλέον επιτοκιακά έσοδα από τις αυξήσεις της ΕΚΤ μπορεί να ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, σύμφωνα με την Goldman Sachs, ενώ οι ίδιες οι τράπεζες υπολογίζουν τα έσοδα αυτά άνω των 1,2 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023, εφόσον το επιτόκιο της ΕΚΤ έχει φτάσει στο 1,5%.
Παράλληλα, οι περισσότερες τραπεζικές εργασίες ενίσχυσαν τα οργανικά έσοδα μέσω των προμηθειών. Και εδώ προκύπτει όφελος, το οποίο υπολογίζεται από την Goldman Sachs για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες σε αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης (στα έσοδα από προμήθειες) και επιπλέον ενίσχυση της κερδοφορίας κατά 4% (σε ετήσια βάση).
Επιπλέον, η αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έφερε έξτρα έσοδα. Διότι, παρά την πτώση της τιμής των ομολόγων, οι τράπεζες αντισταθμίζουν τον κίνδυνο των αποδόσεων με swap επιτοκίων. Επομένως, όσο δεν πωλούν τα ομόλογα δεν καταγράφουν ζημίες, ενώ με τα swap λαμβάνουν υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι είχαν συμφωνήσει να πληρώνουν στον αντισυμβαλλόμενο.