Οι τράπεζες και η Εισφορά του Ν. 128/75

Οι τράπεζες και η Εισφορά του Ν. 128/75

Οι τράπεζες και η Εισφορά του Ν. 128/75
69 / 100

Το έτος 1971, προκειμένου να πριμοδοτηθούν οι εξαγωγές των ελληνικών επιχειρήσεων, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 887 Νομοθετικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α΄105), με το οποίο διετάχθη, όπως οι δανειοδοτήσεις από εμπορικές τράπεζες προς βιομηχανίες, βιοτεχνίες και μεταλλευτικές εταιρείες, που εξήγαγαν τα προϊόντα τους, να πριμοδοτούνται, κατά το επιτόκιο του δανεισμού τους.

Γράφει ο Λεωνίδας Στάμος, δικηγόρος-αντιπρόεδρος ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ

Η εν λόγω πριμοδότηση, χρηματοδοτείτο, μέσω εισφορών, σε λοιπά δάνεια, με χρέωση του κοινού λογαριασμού των τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος και πίστωση στον κρατικό προϋπολογισμό (άρ.1 παρ.2 ΝΔ 887/1971).

Στο σημείο αυτό, δέον να διασαφηνιστεί ότι, οι επιβαλλόμενες εισφορές, προς όφελος των εξαγωγικών επιχειρήσεων, δεν ήταν οριζόντιες σε όλες τις πιστώσεις και χορηγήσεις (π.χ. βλ. Απόφαση της 1ης Αυγούστου 1975 της ΝΕ {Νομισματικής Επιτροπής} ΦΕΚ Α΄174/22-07-1975).

Για την επιβολή εισφοράς (υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων), έπρεπε, για κάθε επιβολή, να αποφασίσει η Νομισματική Επιτροπή, η δε απόφασή της τελούσε υπό την εγκριτική αίρεση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η διευκρίνιση αυτή, γίνεται, για να διασαφηνιστεί η αναγκαιότητα της μεταγενέστερης οριζόντιας (σε όλες τις πιστώσεις και χορηγήσεις), επιβληθείσας ανάλογης εισφοράς της παραγράφου 3 του 1ου άρθρου του ν.128/75.

Στα τέλη του 1974 αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία, κατά δε την Α΄ Προεδρευόμενη Δημοκρατία, Α΄ Σύνοδο της Βουλής, ο ψηφισθείς ν. 128/1975 (ΦΕΚ Α΄178/28-08-1975), διατήρησε τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 887 του 1971 (αρ.1 ν.128/75) και επιπλέον πρόσθεσε μια ακόμη εισφορά (αρ.1 παρ.3 ν.128/75), οριζόντια αυτήν την φορά (πρβλ. ανωτέρω διευκρίνηση), για όλες πλέον τις πιστώσεις υπέρ των εξαγωγικών αυτών δραστηριοτήτων.

Η επιπλέον αυτή εισφορά της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.128/75, επεβλήθη σύμφωνα με την εισηγητική του νόμου έκθεση : «προς ενίσχυσιν του λογαριασμού εκ του οποίου κατά το Ν.Δ. 887/1971 καταβάλλονται αι διαφοραί επιτοκίων».

Το 1991, με την υπ’ αριθμ. 1975 Πράξη του (ΦΕΚ Α΄144/25-09-1991), ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κατήργησε κάθε εισφορά υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων και αυτό γιατί ήταν επιβεβλημένο προκειμένου 4 μήνες αργότερα, ήτοι στις 07 Φεβρουαρίου 1992, να μπορέσει η Ελλάδα να υπογράψει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι η ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικό έργο της οποίας ήταν η προεργασία της Ο.Ν.Ε. (Οικονομική Νομισματική Ένωση), εκ των Αρχών της οποίας ήταν και παραμένει η εξάλειψη κάθε και οιασδήποτε μορφής κρατικού (οικονομικού) παρεμβατισμού.

[Κρατικός (οικονομικός) παρεμβατισμός ήταν το νομοθετικό διάταγμα 887/71 και ο ν. 128/75 και τούτο διότι, την διαφορά των τόκων που δεν πλήρωναν οι επιχειρήσεις οι εξαγωγικές, την κάλυπτε το δημόσιο από έσοδα που εισέπραττε από τις νομοθετικά επιβαλλόμενες εισφορές σε άλλους δανειολήπτες.]

Μετά δε την κατάργηση, ως ανωτέρω, «κάθε εισφοράς υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων», όποτε αναφερόμαστε στην εισφορά του ν.128/75, αναφερόμαστε αποκλειστικώς και μόνον στην «προς ενίσχυσιν του λογαριασμού εκ του οποίου κατά το Ν. Δ. 887/1971 καταβάλλονται αι διαφοραί επιτοκίων», ήτοι στην επιβληθείσα με την παραγράφο 3 του άρθρου 1 του ν.128/75 εισφορά.

Την διευκρίνηση αυτήν επιβεβαιώνει ο νομοθέτης στην παράγραφο Α.1. του άρθρου 22 του ν.2515/1997 (ΦΕΚ Α΄) ορίζοντας ότι: «Α.1. Οι πάσης φύσεως χορηγήσεις δάνειων η πιστώσεων σε δραχμές και συνάλλαγμα από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης και της παροχής δανειακής διευκόλυνσης, μέσω διάθεσης με ιδιωτική τοποθέτηση στα πιστωτικά ιδρύματα ομολογιακών εκδόσεων των δανειοδοτούμενων, καθώς και των πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς την παροχή πιστώσεων υπάγονται, ανεξαρτήτως του ύψους του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, στην εισφορά η οποία επιβλήθηκε με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 και τις εν συνέχεια τροποποιήσεις αυτής [….]».

Σε αντίθεση δε με τις καταργηθείσες, ως ανωτέρω, εισφορές της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.128/75, οι οποίες ήταν συμβατικής προελεύσεως (πρβλ. ΣτΕ 2400/1991 επταμ., ΣτΕ 2006/2000 επταμ.), η διατηρηθείσα εισφορά της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.128/75, (εφεξής: εισφορά του ν.128/75), έχει χαρακτήρα φόρου (ΣτΕ 3164/2014, ΑΠ 430/2003).

Επί του θέματος της εισφοράς του ν. 128/75, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία έχουν διατυπώσει αντικρουόμενες θέσεις:

[Α] Κατ’ ένα μέρος της νομολογίας, η μετακύλιση του βάρους της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους δανειολήπτες, με δεδομένο το χαρακτήρα της σχετικής διάταξης (αρθρ. 1 παρ. 3 Ν. 128/1975) ως δημοσίας τάξεως (βλ. ΜονΠρΚερκ. 219/2011 Αρμ. 2011.1345, ΜονΠρΣύρου 36/2012 – αδημ – η οποία θεωρεί αναγκαστικού δικαίου τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του Ν. 128/1975), αποκλείεται ακόμα και στην περίπτωση σχετικής συμφωνίας αυτών με την παρέχουσα την πίστωση Τράπεζα, η οποία ελέγχεται ως παράνομη και συνακόλουθα άκυρη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Το καθοριζόμενο στο νόμο 128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο απόδοσης της εισφοράς του Ν. 128/75 στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, αν και είναι δυνατή διά συμβάσεως η ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης καταβολής της εισφοράς του ν. 128/1975, δεν πρόκειται για αναδοχή χρέους, διότι απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα της Ελλάδος) και του τρίτου (δανειολήπτη), αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση συμβατικής μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση, αιτία επιδόσεως, ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (ΕφΛαμ 124/2007Αρμ.2009.1190, ΜονΠρΚερκ. 354/2009 Αρμ.2009.1370, ΕιρΚαλλιθ.625/2005 Αρμεν.2007.68, ΕιρΑΘ 869/2004 Αρμεν.2006.1952, ΕιρΑΘ 1446/2005 Αρμεν.2007.71, ΜΠΑΘ 5272/2011 Αρμεν. 2012.410). Περαιτέρω, κατά την ορθότερη άποψη επειδή η εισφορά του Ν. 128/1975, αποτελεί δημοσιονομικό βάρος, που επιβαρύνει τις Τράπεζες, έναντι των πιστώσεων που παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο, το βάρος τούτο, ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί τυπικά στους άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή, μόνον τυπικός νόμος και όχι σύμβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες (άρθρο 75 Συντ.) και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου, θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο την εισφορά. Ούτως, ουδεμία εισφορά είναι δυνατόν να επιβάλλεται ή να μετακυλίεται στον πιστολήπτη ως πρόσθετη διακεκριμένη επιβάρυνση. Ο πιστολήπτης, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνον τους συμφωνημένους τόκους, με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο. Η εισφορά του Ν. 128/1975 δεν τον αφορά (βλ. ΜονΠρΧίου 10/2012 ΕφΑΔ.2012.893, Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων», παρ. 614, 620, 622, σελ. 254, 257 – 258). Επιπροσθέτως στα ανωτέρω, η εισφορά του ν. 128/75, αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες. Δημιουργείται πρόβλημα ανταγωνισμού, καθώς σε καμία από τις χώρες της ενιαίας πλέον τραπεζικής αγοράς δεν υπάρχει αντίστοιχη επιβάρυνση, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση του κάθε δανειολήπτη να αποβαίνει και από πλευράς ανταγωνισμού, αθέμιτη. Σε ένα περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων μάλιστα, η επιτοκιακή αύξηση (καθώς η εισφορά του ν. 128/75 προστίθεται στα επιτόκια των δανείων και βαρύνει τους αγνοούντες τη λειτουργία της επιβάρυνσης δανειολήπτες), μέσω της εισφοράς, δεν είναι αμελητέα, τη στιγμή μάλιστα που δεν είναι ευκρινής η χρησιμοποίηση των ποσών που εισπράττονται από τις τράπεζες και αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ειδικού λογαριασμού, ο οποίος έχει δημιουργηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά, ο ειδικός αυτός λογαριασμός χρηματοδοτούσε τις εξαγωγές, ενώ, στη συνέχεια, έγινε χρήση των κεφαλαίων για βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σεισμοπαθείς επιχειρήσεις σε λεγόμενες μειονεκτικές περιοχές κτλ. Μέσω της εισφοράς που βαρύνει όλες τις κατηγορίες δανείων (0,12% στα στεγαστικά δάνεια και 0,6% στις άλλες κατηγορίες δανείων προς επιχειρήσεις και ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών), το Δημόσιο εισπράττει ποσό της τάξης των 600 εκατ. € ετησίως. Αν, αντιθέτως, ταχθεί κανείς με την υπολανθάνουσα στα τελευταία νομοθετήματα (Ν. 2517/1997 άρθρ. 22, Ν. 2703/1999 άρθρο 18) αντίληψη, ότι, η εισφορά αποτελεί οικονομικό βάρος του πιστολήπτη, θα βρεθεί αντιμέτωπος με απαγορευτικές για τη θέση αυτή συνταγματικές διατάξεις. Η μείζονα δηλαδή επιβάρυνση ενός πολίτη, ο οποίος, πέραν των βαρών επιστροφής της ληφθείσας πιστώσεως, πληρωμής των τόκων που θα γεννηθούν, παροχής ασφαλειών και καταβολής εξόδων, επωμίζεται και το πρόσθετο βάρος εισφοράς προς το δημόσιο, δεν δικαιολογείται από τις διατάξεις του συντάγματος, περί ισονομίας και περί συνεισφοράς στα δημόσια βάρη, αναλόγως των δυνάμεων του κάθε πολίτη (άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 5 Συντ.) (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος II, Στ’ έκδοση Σάκκουλα 2010 σελ. 258 αριθ. 621). Εν πάση περιπτώσει, ένας τυπικός νόμος, με τον οποίο επιβάλλονται φόροι ή άλλα οικονομικά βάρη, πρέπει μεταξύ άλλων να καθορίζει με σαφήνεια το «υποκείμενο» της φορολογικής επιβάρυνσης (άρθρο 78 Συντ.). Το καθοριζόμενο δε στο νόμο 128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, και μόνον κατ’ εξαίρεση – σε περίπτωση λήψεως πιστώσεως στην αλλοδαπή – ο πιστολήπτης (ΑΠ 1356/2012 – Α2 Πολιτικό Τμήμα). Έτσι, ουδεμία εισφορά μπορεί να επιβάλλεται ή να «μετακυλίεται» στον πιστολήπτη ως πρόσθετη, διακεκριμένη επιβάρυνση. Περαιτέρω, έχει κριθεί νομολογιακά ότι, η εισφορά των §§ 1 και 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα (βλ. ΑΠ 35/1997 ΝοΒ 46.202), και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες (βλ. ΕφΛαμ. 124/2007 Αρμ.2009.1190, ΜΠΑΘ 4443/2005 ΠρΛογΠοινΔικ 2005.341, Μον.Πρ.ΑΘ. 7630/2006 Αρχ.Νομολ. 2007.60 =Αρμ.2007.68, ΜονΠρΚερκ. 354/2009 Αρμ.2009.1370, ΜονΠρΚερκ. 99/2010 Αρμ.2010.1006, ΜονΠρΑΘ 5272/2011 Αρμ.2012.410). Στην περίπτωση του άρθρου 1 και 3 του ν. 128/1975 πρόκειται για ηθελημένη νομοθετική ρύθμιση και όχι για γνήσιο κενό, το οποίο θα δικαιολογούσε τη μετακύλιση στους δανειοδοτούμενους, διότι στο μέτρο που ο νομοθέτης θέλησε τούτο, το όρισε ρητά, όπως στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 22 § 2 του ν. 2515/1997, το οποίο, ως προς την καταβολή της σχετικής εισφοράς, στις περιπτώσεις χορήγησης δανείων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζει ότι, υπόχρεος προς απόδοση της είναι ο δανειοδοτούμενος, εξ ου συνάγεται ότι, η εισφορά αυτή βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών. Ως προελέχθη, αν και είναι δυνατή δια συμβάσεως η ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης καταβολής της, δεν πρόκειται για αναδοχή χρέους, διότι απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου (δανειολήπτη), αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση συμβατικής μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν “προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή, (πρβλ. ΜΠΑΘ 5272/2011Αρμ.2012.410, η οποία αναφερόμενη και στην ΑΠ 430/2005 δέχθηκε ότι, είναι μεν δυνατή η δια συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361,471 επ. ΑΚ), όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ).

[Β] Η αντίθετη νομολογία αποφαίνεται ότι, από τον ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητώς, ως συμβατικώς δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται, η συμβατική μετακύληση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Ότι, η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων, και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Ότι, η μετακύληση της εισφοράς αυτής στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης του ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον εάν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Ότι επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύληση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Ότι, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) ότι το ύψος του συντελεστή, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών. Ότι, αν η εν λόγω εισφορά, βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δε θα θεσπίζονταν οι εξαιρέσεις του άρθρου 8 του ν. 2459/1997 κατ’ άρθρο 19 παρ, 4β του ν. 3152/2003 (δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες με έδρα τα νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και δανειοδοτήσεις προς Ιερές Μονές του Αγίου Όρους), και γ) η Τράπεζα της Ελλάδος, από την έναρξη της εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγια εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Ότι, υπό καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Ότι, με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82) επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μία τέτοια ειδική εισφορά. Ότι, η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την άποψη της διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΕφΑΘ 5707/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1558/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 114/2007 ΝΟΜΟΣ).

Στην Ελληνική έννομη τάξη, όμως, η νομολογία δεν συνιστά πηγή του δικαίου, ει μη μόνον σε δύο [2] περιπτώσεις: α.- της παραγράφου 1 περίπτωση ε’ του άρθρου 100 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου (ίδ. Α.Ε.Δ.) και β.- του άρθρου 95§1 περίπτωση α’ του Συντάγματος (ίδ. καθορισμός αρμοδιότητας ΣτΕ συνδ. με την ισχύουσα κοινή νομοθεσία περί ακυρωτικών διαφορών).
Πηγή Δικαίου είναι οι ελληνικοί νόμοι. Στην έννοια του νόμου υπάγονται και οι διεθνείς συμβάσεις, πολυμερείς και διμερείς, που η Ελλάδα έχει υπογράψει και οι οποίες, από τη στιγμή της κύρωσής τους με νόμο, ισχύουν ως ελληνικό εσωτερικό δίκαιο. Επίσης, στην έννοια του νόμου εντάσσεται και το δίκαιο που παράγει η Ευρωπαϊκή Ένωση: α.- πρωτογενές (ίδ. Συνθήκες) και β.- παράγωγο (ίδ. Κανονισμοί, Οδηγίες).

Εν προκειμένω, στην Εισηγητική του Νόμου Έκθεση, το υποκείμενο του εν λόγω φόρου (εισφορά ν.128/75) ορίζεται σαφώς ότι είναι τα πιστωτικά ιδρύματα
Ειρήσθω εν παρόδω, ακόμη και η προσπάθεια του σύγχρονου νομοθέτη να αλλάξει το υποκείμενο του φόρου δεν ευοδώθηκε. Συγκεκριμένα με το άρθρο 63 του ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α΄65/24.04.2019) με τίτλο «Ρύθμιση εισφοράς του άρθρου 1 του ν.128/75», ο σύγχρονος νομοθέτης πήγε δήθεν να προσδιορίσει ότι η εν λόγω φορολογική επιβάρυνση «…επιβάλλεται στις πάσης φύσης χορηγήσεις πιστώσεων, …..» ήτοι επί της πιστώσεως και όχι επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλάζοντας ουσιαστικά το υποκείμενο του εν λόγω φόρου, όπως αυτό έχει οριστεί από την αιτιολογική έκθεση του νόμου που τον εισήγαγε, από τα πιστωτικά ιδρύματα στις πιστώσεις. Προσπάθεια όμως που έπεσε στο κενό αφού καταργήθηκε τον ίδιο μάλιστα χρόνο (7 και κάτι μήνες αργότερα) με την παρ.1 του άρθρου 67 του Νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ Α 201/12.12.2019) [: 1. Το άρθρο 63 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65) καταργείται.]

Το πιστωτικό ίδρυμα βάσιμα μπορεί να εκτιμήσει την επιβάρυνσή του με τον εν λόγω φόρο ως «αντάλλαγμα» της τραπεζικής υπηρεσίας να χρηματοδοτηθείς και ναι μεν κατ’ άρθρον 293ΑΚ ορίζεται ότι: «Οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογούνται ή καταβάλλονται επιπλέον του τόκου λογίζονται ως τόκος» και άρα η εισφορά του ν.128/75, ως αντάλλαγμα της τραπεζικής υπηρεσίας στην χορήγηση δανείου ή πίστωσης μπορεί να μετακυληθεί, υπό τους όρους: α.- να υφίσταται αιτία επιδόσεως και β.- να υπολογίζεται ΩΣΑΝ τόκος και ουχί ΩΣ τόκος, ήτοι να υπολογίζεται επί του κεφαλαίου (ΣΑΝ τον τόκο) αλλά κατά την παρ.2 του άρθρου 3 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 59/12-9-1997 (Α’190), οι υπερημερίες της έχουν διακριτό υπολογισμό από τον εκάστοτε συμβατικό.

Άλλωστε κατά τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος «ο τόκος είναι εισόδημα» (ίδ. παρ.1 άρ 37 Κ.Φ.Ε. για την έννοια του όρου «τόκου» ως εισοδήματος) και συνεπώς επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί ΩΣ τόκος, καθ ότι δεν αποτελεί εισόδημα για την τράπεζα.

Τέλος, λόγω της διαφορετικότητας του χαρακτήρα, του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό της εισφοράς ν.128/75 (πρβλ. φόρος) σε σχέση με το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό του επιτοκίου (πρβλ. τόκος, εισόδημα), κατά λογική αναγκαιότητα, τα δύο αυτά μεγέθη πρέπει να αποτυπώνονται σε διακριτές λογιστικές εγγραφές.

Η διακριτότητα στην αποτύπωση των δύο [2] αυτών μεγεθών (τόκων και εισφοράς), επιβάλλεται από το ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Η09 – ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ της Τραπέζης της Ελλάδος προς τα εποπτευόμενα υπ’ αυτήν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μέσω του οποίου υποδείγματος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος για τους χρεωστικούς τόκους και τις εισφορές του ν.128/75, με την αποτύπωσή των σε διακριτούς λογιστικούς λογαριασμούς (ίδ. αποτύπωση των χρεωστικών τόκων στους λογαριασμούς με αρ. 65 του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου των Τραπεζών [ΚΛΣΤ] και τις εισφορές του Ν.128/75, στους λογαριασμούς με αρ. 64.20 του ΚΛΣΤ – Υπόδειγμα Η09 στην ιστοσελίδα της ΤτΕ). Περαιτέρω, από την παρ.2 του άρθρου 3 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 59/12-9-1997 (Α’190), στην ορίζεται ότι, «Σε περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθείσης εισφοράς ή εκπρόθεσμης καταβολής της, αυτή θα εισπράττεται ή θα καταβάλεται από τα πιστωτικά ιδρύματα εντόκως από την ημερομηνία που κατέστη απαιτητή και με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας (καθορισμένο επιτόκιο ή μέσο επιτόκιο διάθεσης, εφόσον ακολουθείται η μέθοδος της δημοπρασίας, κατά την τελευταία προ της εν λόγω ημερομηνίας έκδοση εντόκων γραμματίων» και όχι με το συμβατικό επιτόκιο ανατοκισμού.

Συνολικά,

Η εισφορά του ν.128/75: Α- Είναι φόρος [ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, ΣτΕ 3164/2014] που

Β- Επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα [Εισηγητική του Νόμου Έκθεση].

Γ-Ως «αντάλλαγμα» της τραπεζικής υπηρεσίας να χρηματοδοτηθείς, λογίζεται ως τόκος [293ΑΚ], δηλαδή

Δ-Το ποσοστό της εισφοράς υπολογίζεται επί της παροχής, δηλαδή επί του δανεισθέντος κεφαλαίου ή της χρησιμοποιηθείσας πίστωσης [ως πίστωσης νοούμενης και τους εν καθυστερήσει τόκους, πρβλ. ΟλΑΠ 35/1997], αλλά

Ε-Η υπερημερία στην καταβολή του χρηματικού ποσού της εισφοράς, υπολογίζεται με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας [άρθρον 3 παρ.2 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 59/12-9-1997 (Α’190)] και όχι με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και τέλος

ΣΤ-Αποτυπώνεται σε διακριτή των τόκων λογιστική εγγραφή (ο τόκος ως εισόδημα, η εισφορά ως φόρος)

div#stuning-header .dfd-stuning-header-bg-container {background-size: initial;background-position: top center;background-attachment: initial;background-repeat: initial;}#stuning-header div.page-title-inner {min-height: 650px;}#main-content .dfd-content-wrap {margin: 0px;} #main-content .dfd-content-wrap > article {padding: 0px;}@media only screen and (min-width: 1101px) {#layout.dfd-portfolio-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars,#layout.dfd-gallery-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars {padding: 0 0px;}#layout.dfd-portfolio-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars > #main-content > .dfd-content-wrap:first-child,#layout.dfd-gallery-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars > #main-content > .dfd-content-wrap:first-child {border-top: 0px solid transparent; border-bottom: 0px solid transparent;}#layout.dfd-portfolio-loop > .row.full-width #right-sidebar,#layout.dfd-gallery-loop > .row.full-width #right-sidebar {padding-top: 0px;padding-bottom: 0px;}#layout.dfd-portfolio-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars .sort-panel,#layout.dfd-gallery-loop > .row.full-width > .blog-section.no-sidebars .sort-panel {margin-left: -0px;margin-right: -0px;}}#layout .dfd-content-wrap.layout-side-image,#layout > .row.full-width .dfd-content-wrap.layout-side-image {margin-left: 0;margin-right: 0;}